Φίλες και φίλοι καλώς ορίσατε στο ιστολόγιο του συλλόγου μας!
Στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η διευκόλυνση της επικοινωνίας των μελών μας με τον σύλλογο , αφετέρου δε η καλύτερη προβολή των δράσεων του συλλόγου. Περιμένουμε τα σχόλια σας τις προτάσεις σας για τον σύλλογο και τις δραστηριότητες του. Περιμένουμε επίσης πολιτιστικό υλικό σχετικό με το χωριό και την γύρω περιοχή (άρθρα, φωτογραφίες παλιές ,ανέκδοτα, ιστορίες ,μαντινάδες ,συνταγές κλπ) για να εμπλουτίσουμε το ιστολόγιο μας.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΤΑ ΛΑΜΠΡΟΣΚΟΛΑ

Αναστορούμαι πολλές φορές τις σεβάσμιες και απλοϊκές μορφές των προγόνων, γονέων, παππούδων, προπαππούδων, γιαγιάδων και προγιαγιάδων με τα ασημένια μαλλιά, τα αυλακωμένα από τις ρυτίδες πρόσωπα, τη στεγνή, σκυρτωμένη κορμοστασιά, τα ροζοπετσιασμένα από τη σκληρή βιοπάλη χέρια και τα σακατεμένα από τις αμέτρητες στραθιές πόδια. Μορφές λεβέντικες, ευγενικές, ιερές. Η ζωή τους απλοϊκή, ήρεμη, κατασταλαγμένη. Κατευθυνόταν από δυο κύρια κυκλικά -επαναλαμβανόμενα δηλαδή- συστήματα. Το ένα ήτανε ο γνωστός μας ετήσιος εποχιακός κύκλος. Ο κύκλος αυτός καθόριζε με ακρίβεια τις αγροτικές και κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες. Αυτόν θα τον ονομάσω βιοποριστικό κύκλο. Ο δεύτερος ήτανε ο ετήσιος Ορθόδοξος θρησκευτικός ή λατρευτικός κύκλος.
Ο βιοποριστικός κύκλος είχενε να κάμει με το στομάχι, με τα κόκαλα και το ψαχνό, ενώ ο πνευματικός κύκλος με το νου και την ψυχή και ό,τι παράγει το καθένα απ’ αυτά τα συστήματα. Και τα δυο βέβαια συστήματα είναι απαραίτητα, μα το δεύτερο είναι που κάνει το δίποδο ζώο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, τα τετράποδα ζωντανά, τα ζούμπερα όπως τα λέμε στην Κρήτη, μια και ψαχνό και στομάχι έχουν ούλα, νου όμως και ψυχή έχει μόνο ο άθρωπος. Κι αυτοί, δηλαδή οι παλιοί μας, είχανε και Νου και Ψυχή. Αυτά τα δυο ήτανε τα δώρα του ίδιου του Θεού προς τον άθρωπο.

Πάνω λοιπόν σ’ αυτά τα δυο κυκλικά συστήματα ήτανε πιστά προσδεμένη η ζήση τους ολάκερη και όπως διαφέρανε οι εργασίες και τα σύνεργα τση δουλειάς από εποχή σε εποχή, έτσι ακριβώς ήτανε διαφορετική και η πνευματική τους συμπεριφορά από γιορτή σε γιορτή. Αυτές οι εναλλαγές γέμιζαν το στομάχι, μα γέμιζαν και τη ζωή τους, της έδιναν νόημα, ουσία, ομορφιά.

Έτσι, πιστεύω, πως φθιάχτηκε ο Ελληνορθόδοξος τρόπος ζωής, τα ήθη και τα έθιμά μας, η κουλτούρα μας και ακουμπούνε από γενιά σε γενιά, ίσαμε το μακρινό Βυζάντιο κι ακόμη παραπέρα, ίσαμε την αρχαία Ελλάδα. Για τούτο άντεξαν αιώνες και χιλιετίες ως τις μέρες μας, γιατί ήτανε γερά δεμένα πάνω στο ίδιο άρμα, που σήκωναν οι δυο παράλληλοι, γεροί τροχοί, με κίνηση προς την ίδια πορεία, τη δύσκολη πορεία του Ελληνισμού.

Η ζωή αυτή των προγόνων μας στην αέναη, όπως ανάφερα, περιστροφική κίνηση, του βιοποριστικού και του θρησκευτικού ή λατρευτικού κύκλου, πρέπει να καταγραφεί απ’ όσους την έζησαν, όσο πιο πιστά γίνεται, κομμαθιασμένη σε μικρότερες κοινωνικές και γεωγραφικές ενότητες, για να ‘χομε πληρέστερη εικόνα της, εικόνα γνήσια, αμόλυντη, αδιάβλητη.

Αυτές οι απλοϊκές, αλλά φιλοσοφημένες γενιές, ονόμαζαν τις σκολάδες από την Κυριακή των Βαγιώ, μέχρι την Κυριακή του Θωμά με μια και μοναδική λέξη, με τη λέξη Λαμπρόσκολα. Λέξη σύνθετη, μα περικλείει μέσα της ούλο το τελετουργικό και γιορταστικό μεγαλείο της πιο τρανής γιορτής της Ορθοδοξίας, της Ανάστασης του Χριστού, της Λαμπρής. Οι περισσότεροι δεν καταλάβαιναν τα γράμματα τσ’ εκκλησάς, όμως αντιλαμβάνονταν το βαθύτερο νόημά τους. Παρακολουθούσαν καταπόδι το Θείο Πάθος, σαν τους πιστούς μαθητές του Κυρίου, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, και ό,τι δεν μπορούσαν να ξεδιαλύνουν με το μυαλό, προσφερόταν μ’ ευχαρίστηση να το πράξουν το συναίσθημα, η φαντασία και η ψυχή τους. Και το Θείο Δράμα ξεδιπλώνονταν ζάλο και ζάλο, μέρα με τη μέρα στ’ αυγικά της Μεγαλοβδομάδας στη μεσοσκότεινη, πετρόχτιστη εκκλησά, από τα γράμματα που διάβαζε ο παπάς με τον αναγνώστη.

Τα πρόσωπα αγέλαστα, πένθιμα, σκυθρωπά. Τα κορμιά όρθια, ασάλευτα, βαριά από τα βάσανα και την κούραση τση μέρας, παρακολουθούσαν με κατάνυξη τις βραδινές τελετές. Οι άντρες αξύριστοι με ριγμένο το μαύρο κρουσσάτο κεφαλομάντηλο στον ώμο και οι γυναίκες με τις μπολίδες στα μαλλιά. Σε μαύρο χρώμα οι γριές και οι χήρες, σε άσπρο οι νεότερες ανύπαντρες και χαιράμενες.

Ο απλοϊκός αυτός κόσμος, ο γεμάτος πίστη και συναίσθημα, εκφραζόταν με το ίδιο ακριβώς τρόπο, απλοϊκά, χωρίς ρητορικά σχήματα και μεγάλες κουβέντες. Είχενε καταγράψει την πορεία του Θείου Δράματος με τη γλώσσα τη δική του, χωρίς περιστροφές. Απλά, λιγόλογα, σταράτα, στα μέτρα δηλαδή τα δικά ντου. Να πως περίγραφε την πορεία αυτή:


«Μεγάλη Δευτέρα μεγάλη μαχαίρα


Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη


Μεγάλη Τετράδη ο Χριστός εχάθη


Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη


Μεγάλη Παρασκή ο Χριστός εις το καρφί


Μεγάλο Σαββάτο ο Χριστός στον τάφο


Μεγάλη Κυριακή ο Χριστός αναστημένος κι ο Ιούδας κρεμασμένος».


Τα δώδεκα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης άφηναν τη φαντασία να σεργιανίζει από το όρος των Ελαιών, στα στενοσάκακα της Ιερουσαλήμ και τις αυλές των Αρχιερέων της. Καθένας από το εκκλησίασμα έσαζε με δικά του καλούπια τις πονηρές φάτσες των Οβραίων, του Ιούδα, του Πόντιου Πιλάτου και του αχάριστου όχλου. Όλα, όμως, αυτά σταματούσαν, όταν ακουγόταν το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Απλωνόταν νεκρική σιγή. Το θλιμμένο πρόσωπο του Εσταυρωμένου δεν άφηνε περιθώρια στη φαντασία για σεργιάνι. Η ωμή πραγματικότητα καθήλωνε τη σκέψη. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τις διηγήσεις από τις δώδεκα Ευαγγελικές περικοπές με μεγάλη προσοχή. Κάθε φορά έσφιγγαν κι από ένα κόμπο στην κλωστή που κρατούσαν, λες και έδεναν μέσα τα λόγια του Ευαγγελίου. Οι δώδεκα κόμποι ήτανε φυλαχτό για το παιδί, το εγγονάκι, το ξενιτεμένο δισέγγονο. Ούλοι τούτοι είχανε θέση στο νου και στην καρδιά των ηλικιωμένων γυναικών. Ούλα τούτα τα αγαπημένα πρόσωπα συνδέοταν στις προσευχές τω γυναικώ με τη μεσοσκότεινη πετρόχτιστη εκκλησά στο ταπεινό χωριουδάκι.

Η επόμενη μέρα, η Μεγάλη Παρασκή, είναι η πιο θλιμμένη μέρα τση χριστιανοσύνης. Από το πρωί οι αθρώποι του χωριού ήτανε στο πόδι. Οι καμπάνες χτυπούσαν νεκρίκια. Τ’ αγριολούλουδα τ’ Απρίλη μαζεύονταν μάτσα-μάτσα στην εκκλησά, για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Τη μέρα αυτή γυναίκες κι άντρες, πατούλιες-πατούλιες, επισκέφτονταν τσ’ εκκλησές και τα ξωκλήσια της περιοχής, για να θυμιάσουν. Την καρδιά τους ξεχειλισμένη από πίστη, ένα μπουκάλι λάδι και λίγα λουλούδια ήτανε τα δώρα που βαστούσαν στους αγίους της περιοχής. Στον Άη Γιώργη, τον καπετάνιο άγιο, με τ’ όμορφο άτι και το μακρύ δόρυ. Τον Άη Νικόλα, τον ψαρογένη, το θαλασσοδαρμένο. Τον Άη Αντώνη, τον ερημίτη…

Οι πιο θαρραλέοι ξεκινούσαν το πρωί, για ν’ ανέβουν σε ψηλές βουνοκορφές, να θυμιάσουν και να προσκυνήσουν αγίους σε ξωκλήσια μακρινά και απρόσιτα. Η πεζοπορία διαρκούσε πολλές ώρες. Έφευγαν το πρωί και γυρνούσαν το απόγευμα. Είχανε, όμως, ετούτοι πολλά να διηγηθούν, που πολλές φορές ήτανε πασπαλισμένα με μπόλικο αλατοπίπερο.

Το βραδάκι αρχίνιζε η τελετή του Επιταφίου και τα «Εγκώμια». Τα τροπάρια πένθιμα, τα λόγια βαριά και ο κόσμος θλιμμένος. Ακολουθούσε η περιφορά του Επιταφίου, γύρω από την εκκλησά στην αρχή και μετά σ’ ολόκληρο το χωριό. Μπροστά πήγαινε ο μεγάλος ξύλινος σταυρός, πίσω ο Επιτάφιος με το «νεκρό σώμα» του Κυρίου και παραπίσω ο παπάς με τον αναγνώστη. Οξαποπίσω ακλουθούσε το χωριό. Σε κάθε σταυροδρόμι γινότανε δέηση. Σε κάθε αυλόπορτα περίμενε η Κερά του σπιθιού με αναμμένο το θυμιαστήρι. Θύμιαζε ευλαβικά τον Επιτάφιο, περνούσε από κάτω του και η πένθιμη πομπή συνέχιζε το δρόμο της.

Από τη μια άκρη του χωριού, ίσαμε την άλλη αντηχούσαν τα πένθιμα τροπάρια, ώσπου φτάνανε ούλοι μαζί στο σημείο απ’ όπου είχανε ξεκινήσει. Εδώ, κάτω από το επιβλητικό καμπαναριό, στην αυλή της πετρόχτιστης παμπάλαιας εκκλησάς, κάθε χρόνο το βράδυ της Μ. Παρασκής γίνεται ένα άτυπο προσκλητήριο νεκρών. Μνημονεύονται οι νεκροί, δίπλα ακριβώς από τον τάφο του «νεκρού Ιησού».

Ο παπάς έβαζε αρχή και μνημόνευγε:


-”Ελέησον ημάς ο Θεός, κατά ο μέγα έλεός Σου, δεόμεθά Σου, επάκουσον και

ελέησον.

-Κύριε ελεήσον.

-Έτι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου κεκοιμημένων, των ενθάδε ευσεβώς κειμένων και απανταχού ορθοδόξων Χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προππάπων, γονέων, συζύγων, τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών, εκ των απ’ αρχής και μέχρι των εσχάτων, και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτοίς παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον.

-Κύριε ελεήσον.


-Μνήσθιτι, Κύριε, και των δούλων Σου……….»

Στο σημείο αυτό άρχιζε «το προσκλητήριο των νεκρών».

Πρέπει ωστόσο να τονίσω, ότι στο νου και στην καρδιά των παλιών μας δεν είχανε θέση μόνο οι ζωντανοί, παιδιά, εγγόνια, αδέρφια, δισέγγονα.


Θέση περίοπτη είχανε και οι ποθαμένοι, που δεν τους ξεχνούσαν ποτέ.

Στη διάρκεια του φαγητού, του πιοτού, αμοναχοί γή με παρέα αναστορούνταν τσ’ αποθαμένους και τους συγχωρούσαν. «Μακαρία τω-ν αποθαμένω μας» γή «Μακαρία ν-των-ε απού μασ-έ λείψανε» γή «Ο Θεός να των-έ συχωρέσει απού κάνανε κόπο και βρίχναμε και ‘μεις», ήτανε οι πιο συνηθισμένοι συχωρεμοί σε καθημερινή βάση.

Αυτό που γινότανε, όμως, την Μ. Παρασκή, μπροστά από τον Επιτάφιο, ήτανε τελείως διαφορετικό, μια και η αναφορά στους νεκρούς γινότανε επώνυμα. Εκεί, γυναίκες κι άντρες ξεδίπλωναν απού τη φούχτα του χεριού γή από την τσέπη την «αίτηση», δηλαδή ένα κομμάτι πρόχειρο χαρτί, όπου είχανε γραμμένα τα μικρά ονόματα των νεκρών τους και με τη σειρά το δίνανε στον παπά. Αυτός διάβαζε τα ονόματα δυνατά, καθαρά σαν προσκλητήριο των νεκρών γονέων, αδερφών, προπατόρων γενεές επί γενεών…

Καμιά φορά συνέβαινε να μην έχει γράψει «αίτηση» κάποια γριά. Πλησίαζε τότε τον παπά, έλεγε τα ονόματα προφορικά και αυτός τα επαναλάμβανε δυνατότερα.

Όταν τελείωνε το άτυπο αυτό προσκλητήριο, οι νεαροί που βαστούσαν τον Επιτάφιο, τον σήκωσαν ψηλά, για να περάσει από κάτω του ο κόσμος και η τελετή του Επιταφίου τελείωνε.

Το Μεγάλο Σαββάτο η κινητικότητα του κόσμου μεταφερότανε στις πιο επείγουσες δουλειές των σπιθιώ και τω-ν χωραφιώ.

Εμείς, δηλαδή το κοπελολόι, κάναμε τις δικές μας ετοιμασίες από τις πρώτες κιόλας μέρες τση Σαρακοστής, για να γιορτάσομε τα Λαμπρόσκολα. Πρώτη μας δουλειά ήτανε ν’ αγοράσομε μια κούτα μπαρούτι. Ύστερα βρίχνανε χοντρό χαρτί και κόβαμε συμμετρικές κορδέλες και σάζαμε τα πλαταντζίκια και τα βαρελότα, που θα παίζαμε στην Ανάσταση. Τα πλαταντζίκια είχανε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου, ενώ τα βαρελότα σχήμα σφαίρας. Η μαστοριά τους ήτανε στο τύλιγμα. Έπρεπε να καλύψομε καλά τις γωνίες στα πλαταντζίκια, για να μην ξεφουσκίσουν και μας κοροϊδεύουν. Τελευταία τοποθετούσαμε το φτίλι. Αυτό μετάδινε τη φωθιά στο μπαρούτι και γινότανε η έκρηξη.

Τη Μεγαλοβδομάδα το πρόγραμμα άλλαζε. Αποκλειστική μας ασχολία ήτανε να σάξομε τον Ο(ρ)φανό και να κάψομε τον Ιούδα. Αυτός ο πανούργος μαθητής του Κυρίου φάνταζε στα μάθια μας ως αιτία του κακού που γίνηκε. Εμείς, τα κοπέλια, αναλαμβάναμε την υποχρέωση να πάρομε εκδίκηση. Στους μικρούς μας ώμους έπεφτε αυτό το βαρέ φορτίο.

Από την Κυριακή τω Βαγιώ κουβαλούσαμε δεμάθια με ξύλα στην αυλή τσ’ εκκλησάς. Η πομπή με τα δεμάθια τα ξύλα στη ράχη έμοιαζε με τους μελιντάκους, γιατί πολλές φορές ο όγκος του δεμαθιού ήτανε δυσανάλογος με τον όγκο του κορμιού μας, όμως εμείς εκεί, σιγά-σιγά τα καταφέρναμε. Τα ξύλα στοιβιάζονταν το ‘να δεμάτι απάνω στ’ άλλο, σε κυκλική βάση σαν αλώνι και σάζαμε τον Ορφανό. Πολλές φορές βάναμε σκάλα, για ν’ ανεβάσομε τα δεμάθια πιο ψηλά. Όσο πιο πολύ ανέβαινε ο Ορφανός μας, τόσο πιο πολύ καμαρώναμε εμείς, ενώ στην κορφή του στερεώναμε μια κρεμάλα.

Τελευταίο σάζαμε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, δηλαδή ένα σκιάχτρο παραγεμισμένο με μπόλικα άχερα και στη μέση του κρεμούσαμε επιδειχτικά το παραδοσάκουλο της φιλαργυρίας. Το απόγευμα του Μ. Σαββάτου το σκιάχτρο έμπαινε στη φυσική του θέση, δηλαδή στην κρεμάλα.

Ωστόσο η μεγάλη ώρα κοντοσίμωνε. Όλα ήτανε ετοιμασμένα. Ακόμη και τις θέσεις μας στη βάση του Ορφανού, απ’ όπου θα βάναμε φωθιά τα μεσάνυχτα, κατέχαμε τα κοπέλια.

Οι φούρνοι στα σπίθια του χωριού είχανε την τιμητική τους το Μ. Σαββάτο. Το φρεσκοψημένο σταρένιο ψωμί και τα καλοζυμωμένα λαμπροκούλουρα μοσκομυρίζανε. Η μυρωδιά των κουλιουρώ σκανδάλιζε μικρούς και μεγάλους, μετά από τόσες ημέρες νηστεία, αλλά κανένας δεν τολμούσε να υποκύψει στον πειρασμό. Πριν ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη», δεν επιτρέπονταν να δοκιμάσομε. Το αντίθετο λογαριάζονταν ως μεγάλη ασέβεια.

Κατά τα λιοβουτήματα τα σπίθια του χωριού αντιφεγγίζανε από φλόγες φωθιάς. Στην αυλή κάθε σπιθιού καίγανε τον «Ιούδα». Η πράξη βέβαια αυτή είχενε συμβολικό χαραχτήρα, μια και πραγματικά της στοιχεία ήτανε μόνο η φωθιά, που έκαιγε ένα ξερό αχινόποδα. Τα υπόλοιπα είχανε σχέση με πρόσωπα, που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα του Θείου Δράματος, τις δοξασίες της κοινωνίας του χωριού και το γιορταστικό κλίμα των ημερών.

Το κάλεσμα της καμπάνας τα μεσάνυχτα μας εύρισκε στο πόδι, μικρούς και μεγάλους, με πρόσωπα γελαστά και χαρούμενα. Οι τσέπες των κοπελιώ ήτανε γεμάτες με πλαταντζίκια και βαρελότα, ενώ οι πιο λιχούδηδες κρατούσανε και κάμποσα κουλουράκια, για να τα φάνε μόλις ο παπάς θα έλεγε ο «Χριστός Ανέστη».

Ο παπάς ασπροφορεμένος έδινε το «άγιο φως» από την Ωραία Πύλη.
Το εκκλησίασμα έβγαινε σιγά-σιγά έξω. Ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα, η εικόνα της Ανάστασης και ο παπάς με το Ευαγγέλιο. Η πομπή αυτή έκανε τρεις περιφορές γύρω από την εκκλησία.

Το φεγγάρι έβγαινε την ώρα εκείνη από την κορφή του Κέντρους και οι ασημένιες αχτίνες του έντυναν μ’ ένα μαγευτικό, απόκοσμο περιτύλιγμα ό,τι συναντούσαν μπροστά τους. Την ίδια ώρα, ψηλά στην πλαγιά, ένας τρουλίτης έκανε καντάδα στην αγαπημένη του, που πύρωνε τ’ αυγά καθισμένη στην αναπαυτική φωλιά του ζευγαριού.

Ο παπάς ανέβαινε στην καθιερωμένη θέση, διάβαζε το Ευαγγέλιο, θύμιαζε με το θυμιατό και αναφωνούσε όσο πιο μελωδικά μπορούσε το χαρμόσυνο μήνυμα: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…».

Οι μεγάλοι επαναλάμβαναν τον αναστάσιμο ύμνο, ενώ, εμείς, βάναμε φωθιά στον Ορφανό, που γλήγορα τυλίγονταν στις φλόγες. Το θέαμα ήτανε καταπληχτικό. Οι κόκκινες γλώσσες της φωθιάς με τον πυκνό καπνό έσκιζαν την ήσυχη και υγρή απριλιάτικη νύχτα και ανέβαιναν μεσούρανα. Ύστερα αρχίζαμε να πετούμε τα πλαταντζίκια, ενώ η γκυκόλαλη φωνή της καμπάνας διαλαλούσε την Ανάσταση του Κυρίου ίσαμε τ’ απέναντι χωριά κι ακόμη παραπέρα. Σε λίγο γινότανε το ίδιο και σ’ αυτά και το αναστάσιμο μήνυμα μεταδινότανε από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, από καρδιά σε καρδιά ως τα πέρατα τσ’ οικουμένης.

Σα γέμιζε η καρδιά των αθρώπω από χαρά, αγαλλίαση κι ελπίδα, σειρά έπαιρνε το στομάχι. Μερίδιο μαθές στη χαρά τση μέρας είχανε ούλες οι αισθήσεις. Αργά πια άρχιζε ο κόσμος να φεύγει για τα σπίθια του μεταφέροντας το φως της Ανάστασης εκεί με κεριά γή μεσοκαημένα ξύλα από το Ορφανό. Για τελευταία φορά ξανοίγαμε τον Ορφανό. Οι κόποι μας είχανε γενεί άθος και καπνός, μα εμείς καμαρώναμε, γιατί πήραμε εκδίκηση από την ανέντιμη προδοσία του Ιούδα και γιατί ειχαμε εισπράξει και αμέτρητα μπράβο από τους μεγάλους.

Στο ανώφιλιο της κεντρικής πόρτας του σπιθιού κάνανε το αναστάσιμο σημάδι με το κεράκι, δηλαδή ένα μεγάλο μαύρο σταυρό, ύστερα σβήνανε το λύχνο και τη λάμπα και τ’ ανάβανε με το φως της Ανάστασης, κατόπι η φαμελιά κάθιζε στο τραπέζι.

Την ημέρα τση Λαμπρής ανοίγανε οι καρδιές, ανοίγανε, όμως και οι πόρτες των ανθρώπω. Αυτοί καλοντυμένοι, χαρούμενοι, κεφάτοι όπως ήτανε, σμίγανε συγγενείς και φίλοι για να φάνε, να πιούνε και να ξεφαντώσουνε. Η δραστηριότητα η δική μας, δηλαδή των κοπελιώ, μεταφερότανε για αρκετές μέρες στις δυο καμπάνες του χωριού. Από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν αφήναμε το χωριό να ησυχάσει. Πολλές φορές μας κυνηγούσανε, φεύγαμε προσωρινά και ξαναγυρίζαμε σε λίγο.

Η Διπλανάσταση το απόγευμα γινότανε με επισημότητα. Τότε βέβαια σταματούσε να παίζει η καμπάνα. Το χωριό μαζευότανε πάλι στην εκκλησά. Ο παπάς λαμπροφορεμένος κι ο κόσμος κεφάτος, χαρούμενος.

Οι νεαροί παίρνανε τις εικόνες. Την εικόνα τσ’ Ανάστασης και τις δυο μεγάλες εικόνες του τέμπλου και γινότανε η αναστάσιμη περιφορά στο χωριό, ανάλογη εκείνης του Επιταφίου. Στο τέλος της τελετής προσκυνούσανε με τη σειρά τσ’ εικόνες και το Ευαγγέλιο και αντάλλασσαν ευχές.



Ο λυρατζής του χωριού ξεκρεμούσε τη γλυκόλαλη λύρα, το «τίμιο ξύλο» όπως το λέγανε οι νεαροί, μαζευότανε αυτοί πρώτοι, οι μεγάλοι και οι γυναίκες στη συνέχεια και ξεκινούσε το γλέντι στην αυλή της πετρόχτιστης, παμπάλαιας εκκλησάς, κάτω από τον ίσκιο μιας μουρνές. Το άκουσμα της λύρας μάγευε τις καρδιές, μεθούσε το νου, παραμέριζε τα βάσανα, έλυνε τη γλώσσα κι έδινε φτερά στα πόδια. Λειτουργούσε σαν απαραίτητο συμπλήρωμα τση χαράς. Οι μαντινάδες άρχιζαν και η παρέα στελιωνόταν στο άψε σβήσε.

«Και του καιρού σα σήμερο, σαν τούτη την ημέρα,
να ‘μαστε ούλοι μας καλά στον καθαρό αέρα».

Το κέφι άναβε σιγά-σιγά και οι νεαροί π’ αγαπολογούσανε τσι κοπελιές του χωριού δεν κραθιότανε, μαρτυρούσανε με μαντινάδες το σεβντά τους:


“Περνάς και δε με χαιρετάς του χαρακιού ταιριάζεις,
μα γω, μικιό μου, σ’ αγαπώ μα συ γιάντα γρινιάζεις;


Τέσσερα μάθια, δυο καρδιές όντε συναντηθούνε
γλυκιές απού ‘ναι οι στιγμές, μα γλήγορα περνούνε.

Από την αυλή τσ’ εκκλησάς η παρέα έπιανε τα σπίθια του χωριού πόρτα πόρτα. Τους υποδεχότανε οι σπιτονοικοκύρηδες με φιλόξενη διάθεση:


«Χίλια καλώς ορίσετε, φίλοι μου και δικοί μου
κι-α-δε χωρεί το σπίτι μου, πάνω στην κεφαλή μου.

Απόψε θα γλεντίζομε, ώσπου να ξημερώσει κι ο ήλιος
ο παντοτεινός να βγει να μας σε δώσει».

Τσιγδινός Γεώργιος

Γλωσσάρι
Κρουσάτο: με κρόσσια
Μπολίδα: η μπόλια
Χαιράμενες (οι): αυτές που χαίρονται, οι παντρεμένες
Μπόλικο αλατοπίπερο (μτφ): με πολλά ψέματα
Κοπελολόι: τα κοπέλια, τα παιδιά
Τρουλίτης (ο): κορυδαλλός
Πλαταντζίκια: αυτοσχέδιες κροτίδες
Σάζω: φτιάχνω
Μελίντακας (ο): το μυρμήγκι
Παραδοσάκουλο: είδος αυτοσχέδιου πορτοφολιού
Άχερα (τα): άχυρα
Άθος (ο): η στάχτη
Διπλανάσταση (η): ο εσπερινός της αγάπης
Ανώφιλιο (το): ανώφλι
Μικιό (το): μικρό
Σεβντάς (ο): έρωτας
Άψε σβήσε: γρήγορα-γρήγορα